- καπακώνω
- καπάκωσα, καπακώθηκα, καπακωμένος1. σκεπάζω κάτι με το καπάκι του: Καπάκωσε το δοχείο αυτό να μην πηγαίνουν μύγες.2. συγκαλύπτω, αποκρύβω: Την καπάκωσαν την υπόθεση.3. καταφέρνω να υπερισχύω άλλου με διάφορους τρόπους: Τους καπάκωσε με την εξυπνάδα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.